υφος

υφος
    ὕφος
    -εος (ῠ) τό
    1) ткань Plut.
    2) сеть Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υφος" в других словарях:

  • ὕφος — web neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύφος — το ους 1. ο τρόπος της πλοκής των λέξεων και φράσεων, ο ατομικός ιδίως τρόπος της έκφρασης στο γραπτό και τον προφορικό λόγο: Στρυφνό ύφος. 2. η έντεχνη έκφραση στη λογοτεχνία και σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, το στιλ: Αυτός ο πίνακας φανερώνει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύφος — το / ὕφος, εος και ους, ΝΑ μτφ. ο ατομικός τρόπος έκφρασης, ο προσωπικός τρόπος σύνθεσης τών λέξεων και φράσεων τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο νεοελλ. 1. γλωσσ. ο τρόπος τής πλοκής τών λέξεων και προτάσεων, ο ιδιαίτερος ατομικός… …   Dictionary of Greek

  • υφός — ή, όν, Α κυφός, σκυφτός …   Dictionary of Greek

  • ὕφει — ὕφος web neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὕφεϊ , ὕφος web neut dat sg (epic ionic) ὕφος web neut dat sg ὕ̱φει , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ὑφάω pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ὑφάω imperf ind act 3rd sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφη — ὕφος web neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕφος web neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱φη , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (doric) ὑφάω pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱φη , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ὑφάω pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕφους — ὕφος web neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»